- ῥιπίδας
- ῥῑπίδας , ῥιπίςfan for raising the firefem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
омахъ — ОМАХ|Ъ (1*), А с. То же, что омахало: нынѣ ѹбо кошѣ ши˫а. и ѡмахи же и малыѣ кошицѣ ѹстра˫а˫а. (ῥιπίδας) ПНЧ к. XIV, 146г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πυριτρόφος — ον, ΜΑ αυτός που τρέφει τη φωτιά («πυριτρόφους ῥιπίδας», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. μελισσο τρόφος, πιτυο τρόφος] … Dictionary of Greek